Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



γυάλισμα, το


Ερμηνεία:

[το στίλβωμα, η λάμψη]



Ετυμολογία:

[< Μεσαιων. γυαλιν < υαλίν < (Αρχ.) ύαλος (κάθε διαφανής λίθος]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 …τὴν φλυαρίαν της, καὶ τὸ γυάλισμά της, τὸ βερνίκι καὶ τὸ κοκκινάδι της… [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: